- χειραγώγημα
- χειρᾰγώγ-ημα, ατος, τό,A leading by the hand, Sch.E.Ph.848.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειραγώγημα — τὸ, Α [χειραγωγῶ] χειραγωγία, βοήθεια, συμπαράσταση … Dictionary of Greek